επαυξάνομαι

επαυξάνομαι
επαυξάνομαι, επαυξήθηκα, επαυξημένος βλ. πίν. 105

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • επαυξάνω — επαύξησα, επαυξήθηκα, επαυξημένος 1. μτβ., αυξάνω κάτι πιο πολύ σε μέγεθος ή σε ποσότητα, προσαυξάνω, αβγατίζω: Επαυξήθηκαν οι φόροι. 2. αμτβ., επαυξάνομαι, γίνομαι ακόμη μεγαλύτερος ή περισσότερος, πληθύνομαι: Με το γάμο επαυξάνουν οι… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”